Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

slow bullet


Αν δεν το κάνω τώρα θα χαθεί. Ανοίγω τη σκοτεινή κλίμακα των αιώνων. Είναι μια πόρτα πάντα ξεκλείδωτη. Άνισα στενή. Για να μπεις σκύβεις. Διανύεις τον χώρο μέσα στις φλέβες σου. Συστέλλεσαι. Φτάνεις όταν νοιώθεις να σε γρονθοκοπούν στο στομάχι.

Μπαίνοντας έρχεσαι αντιμέτωπος με το ετοιμοθάνατο παρόν. Μια ανηφόρα ακρωτηριασμένα σώματα ανασαίνουν βαριά και χαμογελούν ή σε κοιτούν περιμένοντας. Είναι το βουνό των προγόνων αυτή η μακάβρια καμπυλότητα. Στην κοιλιά σου ανακατεύεται μία καινούργια απόγνωση. Χάνονται οι βεβαιότητες. Νοιώθεις τα οστά σου από γυαλί. Νοιώθει μέσα στη ραχοκοκαλιά σου τη φθορά να τρέφεται με το μεδούλι σου. Νοιώθεις ντροπή. Το σύνολο των πράξεων σου βρωμάει. Είναι παγωμένο και ξινό. Αυτό που έγινες και αυτό που δεν έγινες ανακατεύεται μ’ αυτό που ήθελες να γίνεις και αυτό που απεχθάνεσαι. Συνειδητοποιείς πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν απεχθάνεσαι. Απλώς έχεις πιαστεί πίσω από μια μακριά ουρά συμβόλων και γινόμενων. Είσαι το τελευταίο πηλίκο. Μουδιάζεις.

Το έχω ήδη μετανιώσει αλλά δεν υπάρχει εναλλακτική. Το σκοτάδι επιβάλει τις ορέξεις του. Πίσω δεν μπορώ να γυρίσω πριν το ξημέρωμα. Παραπάτησα σ’ ένα βαθύ πηγάδι και τώρα πέφτω.

Πέφτοντας γίνομαι ένα μηχανικό ανθρωπάκι. Δαγκώνω τα χείλη μου, τραβάω τα μαλλιά μου, σουφρώνω το στόμα μου, σφίγγω τους μυς του λαιμού μου, ανοιγοκλείνω τα πόδια μου, χτυπάω με τα δυο χέρια μου μία στον πισινό, μια στα μάγουλά μου. Δεν ξέρω αν παραδίνομαι ή αντιστέκομαι, όταν επιμένω στις μικροκινήσεις μου. Πάντως η κατακόρυφη πορεία μου δεν διακόπτεται. Θα αφήσω τη βοή που γεννιέται να με γεμίσει. Θα ξαγρυπνήσω οικιοθελώς. Θα κάνω τις πιο κουτές ερωτήσεις. Πάλι και πάλι μέχρι να βάλω τις λέξεις σε μια ιστορία. Σ’ αυτό το σημείο παραδέχομαι πως όλα έχουν σημασία. Παρατηρώ τα στρογγυλά πρόσωπα στις φωτογραφίες για πρώτη φορά. Είναι όλοι νεκροί. Μου φαίνεται σα να παρατηρούν κι αυτοί εμένα, πίσω, οι νεκροί, κι είναι σαν να με παρατηρούν ως τα κόκαλα. Τρέμω στο διαπεραστικό τους βλέμμα. Τρέμω την κρίση τους. Ξαφνικά, Θεός μου γίνονται όλα αυτά που δεν έζησα. Και λυπάμαι. Λυπάμαι για τότε που έχασα την αθωότητά μου. Λυπάμαι για όλες τις αθωότητες που χάθηκαν και χάνονται. Παθαίνω κοριτσίστικο ενοχικό ξέσπασμα. Το άχρωμο γεμίζω κόκκινο και δεν χωράει άλλο κόκκινο. Δε φταίω. Ζητώ συγνώμη. Μάταια.

Κάθομαι. Βγάζω τα χαρτιά μου. Ζωγραφίζω σκόνη και χορτάρι και παιδάκια και πατερίτσες. Θα μπορούσε να είναι η αρχή ή το τέλος από ένα αλλόκοτο όνειρο που το υπόλοιπο ξεχάστηκε. Στη σκέψη αυτή υποχωρεί η γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Τα μουτζουρώνω όλα. Τα θάβω.

Περνάω στην υψηλή τεχνολογία. Συνδέω καλώδια. Βραχυκυκλώνουν. Περικυκλώνομαι από μικρές εκρήξεις. Φωνάζω. Ότι πιάνω στα χέρια μου πέφτει και σπάει. Τρώω ένα παγωτό, πέφτει και σπάει. Χαϊδεύω ένα γατί, πέφτει και σπάει. Έτσι, δένω τα χέρια μου φιόγκο πίσω στην πλάτη μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια. Μου μένει η όραση, η όσφρηση, η ακοή, η γεύση και η μνήμη. Ξέρω ότι θα το αντέξω αλλά δεν ξέρω πως. Υποψιάζομαι τους λεπτοδείκτες που όλο πέφτουν δεξιά.

Ανίδωτες χορδές χτυπούν. Στήνω το μηχάνημα. (είναι ένας καθρέφτης) Πατάω το κουμπί και γράφει. Παύσεις γράφει κυρίως και κενά. Αμηχανία δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Στα κενά βρίσκομαι. Δε φαίνεται, αλλά μέσα μου τρέμω. Έχω κάνει τα μάτια μου σχισμές κι από εκεί βλέπω. Βλέπω τις στίξεις που σφιχταγκαλιάζουν το παρόν. Το ακούμπησμα και τη θέρμη τους. Βλέπω να σφίγγω ένα μικρό πουλάκι στην παλάμη μου. Βλέπω θύελλα και φωτιά. Βλέπω το βάθος να με τραβάει. Στο βάθος τρύπα. Η τρύπα ρουφάει τον κόσμο που έχω για να ζω. Το προφανές συνθλίβεται. Σκορπίζομαι.

Τυλίγομαι άναρχους συλλογισμούς. Καλά να πάθω. Κλείνω το στόμα μου με το ένα χέρι μου. Το άλλο χέρι μένει μετέωρο. Η δικαιοσύνη είναι ξεδιάντροπο ψέμα, μια χίμαιρα, ένα τέρας κι όσοι την διεκδικούν είναι μικρόψυχοι και καημένοι. Δίνω ένα χαστούκι στο πρόσωπό μου με το μετέωρο χέρι μου. Το μισό μου πρόσωπο συσπάτε νευρικά και το άλλο μισό χαμογελάει χαιρέκακα. Το υπόλοιπο σώμα μου πενθεί. Για να ανασυνταχθώ χρειάζομαι το φως της μέρας. Το πλήθος της μέρας. Τα λόγια της μέρας. Ζήτω το απόλυτο φανέρωμα της μορφής. Γελάει μαζί μου το σκοτάδι.

Χάνω έδαφος, αίμα, παράσημα, χρόνο. Επικεντρώνομαι στον αμυδρό τεχνητό φωτισμό για να ορίσω το περίγραμμά του εαυτού μου. Μετρώ από το κέντρο του μετώπου σε μια κατακόρυφη πτώση ως τη μήτρα. Τα άλλα μου μέρη περισσεύουν. Φλυαρούν απερίσκεπτα. Τα αποσπώ, τα πετώ στον αέρα, οι τροχιές που διαγράφουν είναι αιμάτινοι στίχοι. Έτσι, αντιλαμβάνομαι την σιωπηλή παρουσία του ίσκιου μου. Την αποτρόπαιη επαφή μας. Αντιλαμβάνομαι πως μας ενώνουν οι απώλειες. Αντιλαμβάνομαι και τη σχάση μας. Τη διαφορά μας. Για εκείνον όλα λύνονται μέσα σε μια αγκαλιά. Εγώ κάνω διασκελισμούς.

Είμαι απαρηγόρητη. Γραπώνομαι απ’ αυτόν. Στην αρχή κρατάω την ανάσα μου. Σιγά – σιγά όμως ξεχνώ από πού κρατιέμαι και ξεθαρρεύω. Κουνάω τα δάχτυλά μου. Μαλακώνω τους ώμους μου. Ξεσφίγγω τα μπούτια μου. Σε λίγο θα χορεύουμε. Πραγματικά, χορεύουμε και η έλλειψη της μουσικής σκάβει βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό μας. Από τον πόνο γεννιέται ένας έρωτας κι είναι τόσο αναγκαίος που δεν με ενδιαφέρει αν έχει αντίκρισμα. Εγώ σπρώχνω. Πέφτουμε στο κρεβάτι. Άμα δεν επεμβαίνω υπάρχει ένας ρυθμός κι αυτό με κάνει να δακρύζω. Απόψε ακολουθώ αυτό το ρυθμό. Σ’ αγγίζω κι ας μην υπάρχεις. Ίσκιε μου. Σε καβαλάω. Πηδιόμαστε. Σαν γιγάντια κύματα παλεύουμε. Σαν μια σειρά ύστατα φτερουγίσματα ανάβουμε και σβήνουμε. Ώσπου έρχεται ένας οργασμός φαντασμάτων που εξαφανίζει και αυτόν τον αμυδρό φωτισμό. Χωρίζουμε. Ψηλαφώ στο σκοτάδι για να σε βρω. Είσαι εδώ. Χαράζει. Μπορώ να σε καταπιώ κι όποτε θέλω πάλι να σε φτύσω. Σε καταπίνω. Ξελευθερώνομαι. Προϋπαντώ τη ρόδινη αυγή.