Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
Φωνή Υποβρύχια και Εκσφενδόνιση
Η μέρα έφευγε από πάνω μας με το απαλό μέτρημα των κυμάτων να σκάνε γλυκά στην ακτή. Και ένα, παφ, δύο, παφ, τρία, παφ, τέσσερα παφ.
Πνίγηκα το ίδιο γλυκά από τις αναθυμιάσεις του αλμυρού ιδρώτα των πραγμάτων. Βυθίστηκα και ξάπλωσα στο πάτο του βυθού. Έβγαλα κι άπλωσα δίπλα τη νυχτικιά μου. Το ρεύμα την πήρε και κάπου την ταχτοποίησε. Γυμνή κι αλλοπαρμένη χάζευα και μάζευα εικόνες σκοτεινού υγρού μπλε και κοραλλί.
Κάτι αργόρυθμο που μοιάζει με τραγούδι ή με σειρήνα περιπολικού ερμηνευμένη από παρθένο ψάλτη φτάνει στα αυτιά μου. Τραβιέμαι από την αποχαύνωση επαναφέροντας το αίσθημα ευθύνης που με στοιχειώνει ακόμα και στα καλά (τα παιδικά) μου όνειρα.
Συγκεντρώνομαι κλείνοντας τα μάτια να ακούσω καλύτερα/ περιστρεφόμενη με ελάχιστη ταχύτητα γύρω από τον άξονά μου/ περιμένω κάπου να δυναμώσουν τα σήματα να ενωθώ με τη γραμμή/ να φτάσω ευθεία νοητικά ως την πηγή.
Εκεί που κάτι αόρατα κοπιαστικά δυναμώνει απλώνω τα χέρια μπροστά και διασπώ μια ταλάντωση. Ψηλαφώντας το σχήμα που αλλάζει εκατομμύρια φορές το δευτερόλεπτο, βρίσκω ένα πιο πηχτό σημείο (τον κορμό, τον πυρήνα) και το πιάνω και τεντώνω ρίχνοντας πίσω το βάρος μου.
Κρεμιέμαι από τη φωνή και την αισθάνομαι που γίνεται από το τράβηγμα ψιλή σαν κυπαρίσσι. Η πηγή είναι εύθραυστη! Θυμάμαι ότι έχω μπράτσα. Θυμάμαι όλα τα push-ups που έχω μετρήσει σαν Θηλυκός Ράμπο. Σκαρφαλώνω με την άνεση ενός cartoon. Λίγο ακόμη. Φτάνω. Έφτασα.
Κρατάω τη γλώσσα της και βλέπω τα δόντια της. Η ανάσα της μυρίζει strepsil και θυμάρι. Έχει πιει τσάι και vodka, κι από τα δύο πολύ. Τα χέρια της είναι δύο βράχια. Έχει το βλέμμα του εξόριστου πλην αμετανόητου πρώην δικτάτορα που σε κοιτάζει υποτιμητικά διακρίνοντας πάνω σου τη δημοκρατική μιζέρια όλου του κόσμου, την αφροσύνη των καιρών, το ψέμα της δικαιοσύνης και τι μεγάλη γλώσσα που έχει!
- Θα την αφήσεις επιτέλους
- Ωχ αχ ναι με συγχωρείτε δεν κατάλαβα/
αλλά την κρατάω ακόμη γιατί είμαι εμβρόντητη και γιατί αν την αφήσω θα φάω τα μούτρα μου.
- Εεε πειραγμένο είσαι; Άστηνααα
Αντί να γίνω ορμή ισάξια στο ύψος των περιστάσεων (σαν τους ακέραιους μαχητές της ανανέωσης) που διεκδικεί δικαιωματικά την ύπαρξή της, εγώ σπασμωδικά αφήνομαι, γίνομαι σκόνη αδιόρατη, εκσφενδονίζομαι στο διάστημα (όπως ο χρυσοπράσινος μπάμπουράς μου) από όπου βλέπω το παρόν μου να σκουραίνει ενώ το μέλλον των παιδιών μου δεν συνέβη πια.
Βρήκα στο δρόμο ένα διαστημόπλοιο, χτύπησα, μου ανοίξανε, μπήκα. Kάναμε το σύμπαν μια βόλτα πίνοντας ούζα και ρακές κι ακούγαμε Βιβάλντι. Μ’ άφησαν μεθυσμένη εκατοντάδες μέτρα πάνω από το σπίτι μου. Προσγειώθηκα με αλεξίπτωτο χωρίς να φοβηθώ καθόλου και σκέφτηκα πως θα ήμουν καλός φαντάρος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Αυτό το μοναδικό ύφος, κάτι σαν σύγχρονος μαγικός ρεαλισμός με μια... εσάνς λυρισμού και ΄ψήγματα επιστημονικής φαντασίας, μείγμα εκρηκτικο, γεμάτο αιφνιδιασμούς, απότομες ρωγμές και... εκσφενδονίσεις, πυροδοτεί στιμγιότυπα μέχρι στιγμής... μα ότνα βρει στόχο φοβάμαι καμμιά... έκρηξη μεγατόνων! (βέβαια ζούμε σε εποχή κατακερματισμένη, δεν το ξεχνώ...)
χαίρομαι που γύρισες με γραμμένα χαρτιά στη βαλίτσα. καλό φθινόπωρο και καλήδουλειά! φιλιά
Με την απειλή του μπουμπουνητού έξω από το παράθυρο μου, τα δάχτυλα μου είναι λίγο μπερδεμένα..δεν θέλουν, αλλά οι πρώτες ψιχάλες τα σπρώχνουν βασανιστικά πάνω από τα γράμματα: φ θ ι ν ω π ο ρ ο ...
Δημοσίευση σχολίου